Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί ο κυρίαρχος ρόλος των κοινωνικών εταίρων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο ρόλος αυτός έχει θεσμοθετηθεί, αφού ήδη από το 1992, με την υπογραφή του Κοινωνικού Πρωτοκόλλου (που ενσωματώθηκε αυτούσιο στη Συνθήκη του Άμστερνταμ), αναγνωρίστηκε η δυνατότητα υπογραφής ευρωπαϊκών συμφωνιών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Η πρώτη από τις πέντε ευρωπαϊκές συμφωνίες - πλαίσια που υπεγράφησαν το 1995 μεταξύ των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων αφορούσε ένα κατ' εξοχήν αντικείμενο των πολιτικών ισότητας των φύλων, τις γονικές άδειες.

Λόγω του κοινωνικού και οικονομικού τους χαρακτήρα, τα ζητήματα ισότητας καθίστανται προνομιούχο πεδίο ρύθμισης για τους κοινωνικούς εταίρους και τον κοινωνικό διάλογο, είτε με τη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε με τη μορφή της διαβούλευσης. Είναι σημαντικό να μην εναπόκεινται οι ρυθμίσεις για την ισότητα ανδρών και γυναικών στην απασχόληση, τις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική προστασία μόνο στον κρατικό νομοθέτη. Έχει, άλλωστε, αποδειχθεί ότι το έλλειμμα ισότητας των φύλων που παρατηρείται σήμερα σε όλες τις εθνικές αγορές εργασίας της Ε.Ε. δεν είναι αποτέλεσμα ελλιπούς νομοθεσίας αλλά άλλων δομικών παραγόντων, όπως στερεοτύπων, που για να καταπολεμηθούν απαιτούνται δράσεις των ίδιων των συντελεστών της παραγωγής, των κοινωνικών εταίρων, καθώς και των επιχειρήσεων.